ῥᾳδιουργία — ῥᾳδιουργίᾱ , ῥᾳδιουργία self indulgence fem nom/voc/acc dual ῥᾳδιουργίᾱ , ῥᾳδιουργία self indulgence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳδιουργίᾳ — ῥᾳδιουργίαι , ῥᾳδιουργία self indulgence fem nom/voc pl ῥᾳδιουργίᾱͅ , ῥᾳδιουργία self indulgence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραδιουργία — η μηχανορραφία, δολοπλοκία, πανουργία: Ήταν ονομαστή για τις ραδιουργίες της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥᾳδιουργίας — ῥᾳδιουργίᾱς , ῥᾳδιουργία self indulgence fem acc pl ῥᾳδιουργίᾱς , ῥᾳδιουργία self indulgence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳδιουργίαι — ῥᾳδιουργία self indulgence fem nom/voc pl ῥᾳδιουργίᾱͅ , ῥᾳδιουργία self indulgence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαιδιουργίαι — ῥᾳδιουργία self indulgence fem nom/voc pl ῥαιδιουργίᾱͅ , ῥᾳδιουργία self indulgence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳδιουργίαν — ῥᾳδιουργίᾱν , ῥᾳδιουργία self indulgence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳδιουργίαις — ῥᾳδιουργία self indulgence fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραδιουργικός — ή, ό, Ν [ραδιουργία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιουργία 2. (για πρόσ.) αυτός που χρησιμοποιεί ραδιουργίες ή αυτός που ρέπει προς τη χρήση ραδιουργιών. επίρρ... ραδιουργικώς / ῥᾳδιουργικῶς ΝΜ, και ραδιουργικά Ν με ραδιουργικό τρόπο,… … Dictionary of Greek
Σίλερ, Γιόχαν Κρίστοφ Φρήντριχ φον- — (Schiller). Γερμανός ποιητής και δραματογράφος (Μάρμπαχ, Βυρτεμβέργη 1759 Βαϊμάρη 1805). Στο Λούντβιχσμπουργκ, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του από το 1766, ο νεαρός Σ. μεγάλωσε σε επαφή με τη μεγαλοπρεπή αυλική ζωή και είχε την ευκαιρία… … Dictionary of Greek